ξιφομάχος — ο αυτός που μάχεται με ξίφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
μορμύρος — και μόρμυρος, ο (Α μορμύρος) νεοελλ. ζωολ. γένος ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας τών μορμυριδών αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή μουρμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το ρ. μορμύρω «μουρμουρίζω, παφλάζω», λόγω τού θορύβου… … Dictionary of Greek
ξιφομαχία — η η μάχη μεταξύ δύο ή περισσότερων αντιπάλων κατά την οποία μοναδικό όπλο είναι το ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφομάχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ιωαν. Βαλέτα, Ιήτη] … Dictionary of Greek
ξιφομαχώ — έω [ξιφομάχος] 1. μάχομαι με ξίφος 2. ασκούμαι στην ξιφομαχία … Dictionary of Greek
σουμμαρούδης — ὁ, Α ξιφομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. summa rudis «πρώτο σπαθί»] … Dictionary of Greek